Η Νεογνική Βαρηκοΐα είναι μια πάθηση που χαρακτηρίζεται από μείωση της ακοής και είναι 20 φορές πιο συχνή από άλλες νόσους, που ελέγχονται σε βάση ρουτίνας στα νεογέννητα (π.χ. φαινυλκετονουρία, υποθυρεοειδισμός).
Στα παιδιά απαντάται σε συχνότητα 3-4%, όπου το 1 στα 1000 εμφανίζει σοβαρή βαρηκοΐα, γεγονός που θα επηρεάσει σημαντικά την επικοινωνία, καθώς και την μετέπειτα εξέλιξή του. Η διάγνωσή της είναι απαραίτητο να γίνει όσο το δυνατόν πιο σύντομα για τη σωστή ανάπτυξη των επικοινωνιακών του δεξιοτήτων.
Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δίνεται σε αδρές εξετάσεις ακοής. Για παράδειγμα, πολλοί γονείς αναφέρουν ότι το μωρό τρομάζει όταν ακούσει ένα δυνατό θόρυβο, μια πόρτα που κλείνει ή ακόμα και όταν του μιλούν. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι το μωρό να ακούει τον ελάχιστο ήχο που μπορεί να ακούσει και όχι τους μέτριους ή δυνατούς ήχους που εύκολα μας τραβούν την προσοχή. Θέλουμε η ακοή του να είναι η καλύτερη δυνατή. Αυτό είναι απαραίτητο, ώστε να ακούει καθαρά την ομιλία των γονιών του, για να μπορέσει μετά και το ίδιο να μάθει να μιλά.
Μια άλλη περίπτωση, που ξεγελά συχνά τους γονείς, είναι η μονόπλευρη βαρηκοΐα. Αν το παιδί ακούει φυσιολογικά από το ένα αυτί, ενώ το άλλο αυτί είναι βαρήκοο, δείχνει ότι ακούει φυσιολογικά, ενώ στην πραγματικότητα το ακουστικό του σύστημα παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα προσαρμογής. Για αυτούς τους λόγους, χρησιμοποιούμε τις σύγχρονες, αντικειμενικές εξετάσεις της ακοής.
Παρόλα αυτά, υπολογίζεται, ότι σε ποσοστό περίπου 50%, η εμφάνιση βαρηκοΐας καθυστερεί πολύ να προκαλέσει την υποψία των γονιών, δημιουργώντας στο παιδί προβλήματα λόγου και διάφορες συναισθηματικές – ψυχολογικές διαταραχές.
Η εξέταση ξεκινά με την λήψη ενός λεπτομερούς ιστορικού από την μητέρα. Ακολουθεί ΩΡΛ κλινική εξέταση και νευροωτολικός-ακοολογικός έλεγχος.
Αξιοσημείωτο είναι ότι επιτυγχάνεται ο έλεγχος της ακοής από τις πρώτες ημέρες μετά την γέννηση με την βοήθεια των ωτοακουστικών εκπομπών και όταν κριθεί απαραίτητο διενεργούνται ακουστικά προκλητά δυναμικά εγκεφαλικού στελέχους.